του Χρήστου Γιανναρά
Το χάρισμα του ηγέτη είναι ίδιο με το χάρισμα του ιδιοφυούς σκακιστή. Δεν «οραματίζεται» ο ιδιοφυής σκακιστής, απλώς «βλέπει» αυτά που οι άλλοι αδυνατούμε ή αργούμε να διαβλέψουμε. Βλέπει ολοκάθαρα στη σκακιέρα τις συνέπειες που θα έχει η τωρινή (ίσως ασήμαντη για μας) κίνηση, ύστερα από πέντε, οκτώ, δώδεκα ενδεχόμενες κινήσεις δικές του και του αντιπάλου.
Μόνο με τέτοιο πολιτικό χάρισμα θα μπορούσαν να προκύψουν, σήμερα, μεταρρυθμίσεις στις κρατικές λειτουργίες, που να επιβάλλουν, με οποιοδήποτε τίμημα, την αξιοκρατία, την ποιότητα, τον γόνιμο κριτικό έλεγχο. Μόνο με τέτοια «διάκριση» (discernement), σπάνιο σήμερα πολιτικό χάρισμα οξυδέρκειας, θα υπήρχε το σθένος να τολμηθούν τομές ή και ρήξεις με φθαρμένους ή στρεβλωτικούς των ανθρώπινων αναγκών θεσμούς-πτυχές της κατεστημένης ιδιοτέλειας.
Οι εκπληκτικές εξελίξεις της αυτοκαταστροφικής υστερίας που δυναστεύει τον κρατικό Ελληνισμό δεν αναχαιτίζονται ούτε με ξόρκια ούτε με ωφελιμολογία. Οι αντιδράσεις στην απειλή δεν υπαγορεύονται απλώς από την οξύνοια ή από τον ασυμμάζευτο φόβο, πηγάζουν μόνο από ό,τι ονομάζουμε αυθυπερβατική ελευθερία και θυσιαστική ετοιμότητα. Οι αδιάκοποι ρητορικοί κομπασμοί που συγκροτούν την ιταμότητα της εκφραστικής του Ερντογάν, του Μεβλούτ Τσαβούσογλου και των φερεφώνων τους, θα φιμώνονταν αυτοστιγμεί, αν γινόταν διεθνής είδηση μια ριζική αλλαγή της εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα.
Αν στη θέση της χρηστικότητας και της ωφελιμοθηρίας γινόταν στόχος του σχολείου στην Ελλάδα το πατριωτικό φρόνημα, η ταύτιση πατρίδας και πολιτισμού, η χαρά της κοινωνούμενης γνώσης. Αν η διδακτέα γνώση ποδηγετούσε στην ποιότητα της ζωής, όχι στην έμμισθη ραστώνη, αν από το σχολειό και το πανεπιστήμιο ήταν η γνώση-επιστήμης μέθη και συναρπαγή ποιότητας της ζωής, όχι πειθαναγκαστική υποταγή στην καταναλωτική προτεραιότητα. Αν, στα πόστα της οργανωμένης συνύπαρξης, μπροστάρηδες ήταν οι καλλιεργημένοι στην ποιότητα της ζωής και στη δίψα της αλήθειας, όχι οι καταφερτζήδες της τυχαρπαγής και οι λιμασμένοι της φιγούρας. Τότε και την πολιτική θα τη συνιστούσαν οι στοχεύσεις της ποιότητας, όχι οι λοβιτούρες της «αρπαχτής» και οι κυμβαλισμοί των ξεπουλημένων.
Έτσι, για πείραμα, ας μπορούσε να προκληθεί η δυναμική των επιπτώσεων της ποιότητας, ας ξεκινούσε ένα πολιτικό πρόγραμμα, όχι με εξαγγελίες ρητορικού εντυπωσιασμού, αλλά με αδυσώπητο το ερώτημα: Πώς μπορεί ένα ανίκανο, διεφθαρμένο κράτος να αυτομεταρρυθμιστεί; Πώς μπορεί να υπάρξει ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός, χωρίς να καταγγελθεί, ανοιχτά και με έμπρακτες συνέπειες, η παραλυτική του κράτους κοινωνική αποσύνθεση, που σκόπιμα τη συντηρούν ωμά και χυδαία συμφέροντα;
Μιαν ενδεχόμενη απάντηση σε τέτοια ερωτήματα μοιάζει να ενσαρκώνει ο Ερντογάν: Μιλάει στους συμπατριώτες του μια γλώσσα που μεταγγίζει περηφάνια, αυτοπεποίθηση, αξιοπρέπεια, ίσως και ψευδαισθήσεις μεγαλείου. Δεν ενδιαφέρει τον Ερντογάν, ίσως (σε σημαντικό ποσοστό) ούτε και τον λαό του, αν η εικόνα, αντίληψη, εκδοχή που έχουν οι Τούρκοι για την Τουρκία είναι ρεαλιστική και επαληθεύσιμη. Αρκεί που η εικόνα μεταγγίζει αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση στον κάθε Τούρκο. Στερείται επώδυνα αυτός ο λαός τα στοιχειώδη της επιβίωσης, στερούνται, αλλά με τη συνείδηση (ψευδή ή αληθή) ότι είναι προνομιούχος λαός, περιφερειακή υπερδύναμη, και «δικαιούται» ρόλο πρωταγωνιστικό στο διεθνές γίγνεσθαι.
Στο ελληνώνυμο κρατίδιο των Βαλκανίων δεν έχει αφεθεί περιθώριο προσφυγής έστω και στην καύχηση για το παρελθόν του. Την ιστορική αυτοσυνειδησία των Νεοελλήνων την καθόρισαν οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, ετσιθελικά, σφετεριζόμενοι οι νεήλυδες τη διαχείριση της αυθεντικής ελληνικότητας. Σε ελάχιστες πια συνειδήσεις μοιάζει να σώζεται η επίγνωση της καισαρικής διαφοράς που αντιδιαστέλλει την ελληνική παράδοση (τρόπο του βίου ή πολιτισμό) από τη μεταρωμαϊκή απόλυτη κυριαρχία του cogito και της κατασφάλισης του εγώ.
Το «ανάστημα» ενός ηγέτη κρίνεται με τα μέτρα των απαιτήσεων και των στόχων κάθε λαού. Στην αξιολόγηση της μεγαλοσύνης δηλώνονται τα κριτήρια ποιότητας, η «κατά κεφαλήν καλλιέργεια», το επίπεδο ωριμότητας (της «αρχοντιάς» που θα έλεγε ο Ελύτης) κάθε λαού. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για μέτρα που προδίδουν κοινωνική ακμή ή για μέτρα που τα επιβάλλει η ιστορική παρακμή: Προσόντα απαιτούμενα ως αυτονόητες προϋποθέσεις για την ανάληψη ηγετικής ευθύνης φαντάζουν σε κοινωνίες έκπτωσης και παρακμής σαν ανυπέρβλητη μεγαλοσύνη.
Υπάρχουν κοινωνίες όπου, για να γίνεις υδραυλικός, κουρέας, ταξιτζής, ζητούνται προσόντα συγκεκριμένης προετοιμασίας και τεκμηριωμένης ικανότητας. Υπάρχουν και κοινωνίες παρακμής, όπου μπορείς να είσαι αυτό που θα προλάβεις να δηλώσεις. Οι ελαχιστοποιημένες απαιτήσεις διευκολύνουν να φιλοδοξεί υπέρμετρα η κάθε μετριότητα. Δεν ελέγχονται προσόντα ή ικανότητες, ούτε καν η στοιχειώδης παιδεία, για να σταδιοδρομήσεις ως τηλεπαρουσιαστής, ραδιοσχολιαστής, ακόμα και ως πολιτικός.