του Χρήστου Γιανναρά
Πόσο αφορά τον Ελληνα σήμερα η πολιτική; Πόση σχέση έχει με την πραγματικότητα της ζωής του, με τα πραγματικά του προβλήματα;
Ο ιδιωτικός βίος συναντιέται με την πολιτική σε δύο επίπεδα: του συμφέροντος ή του οράματος. Κάποτε το όραμα λειτουργεί ως πρόσχημα για το συμφέρον, ίσως και το συμφέρον να γίνεται έναυσμα για το όραμα.
Σήμερα δεν υπάρχουν πια περιθώρια να εξυπηρετηθούν συμφέροντα από την πολιτική, ούτε να ενεργοποιηθούν οράματα. Μιλάμε για την πραγματικότητα ζωής της πλειονότητας των ψηφοφόρων, όχι για τους λίγους «διαπλεκόμενους» με την εξουσία.
Ως πριν από λίγα χρόνια, ο ισχυρός δεσμός του ιδιωτικού βίου με την πολιτική ήταν το ρουσφέτι: Τα γραφεία των πολιτευτών κατακλύζονταν από ψηφοφόρους που επαιτούσαν ή εκβίαζαν διορισμό στο δημόσιο, δάνειο από Τράπεζα ή οργανισμό του δημοσίου, ποικίλες διευκολυντικές παρακάμψεις του γραφειοκρατικού πολύποδα. Σήμερα, εκ των πραγμάτων, τα περιθώρια για ρουσφέτι έχουν, ίσως, μειωθεί, η εκτεταμένη διαφθορά και καταλήστευση του δημόσιου χρήματος πέρασε σε κυκλώματα, που είναι αδύνατο πια να ελεγχθούν.
Το χαράτσι που πρέπει να πληρώσει ο πολίτης (σε χρήμα ή σε κομματική υποτέλεια) για να διοριστεί το παιδί του σε θέση δημόσιου υπαλλήλου, το καταβάλλει με προηγμένες μεθόδους μαφίας σε μεσολαβητές φαινομενικά ασύνδετους με το κύκλωμα. Κομματικό χαρακτήρα απροκάλυπτο διατηρούν οι παροχές προνομιακών δανείων και οι καμουφλαρισμένοι διορισμοί. Εύκολο ρουσφέτι παραμένει η μετάθεση στρατευμένων ή φυλακισμένων.
Ο ιδιωτικός βίος έχει πάψει προ πολλού να συναντιέται με την πολιτική και σε επίπεδο «οράματος» κοινωνικού, πατριωτικού αυθορμητισμού. Δεν κυκλοφορούν πια ιδέες πολιτικές, που να εγγίζουν τον υπαρξιακό προβληματισμό των ανθρώπων, την κοινωνική τους ευαισθησία, κίνητρα προσφοράς και θυσιών για τα κοινά. Το πιο τραγικό: δεν υπάρχουν πια ελπίδες κοινωνικής αλλαγής. Ο σημερινός Ελληνας πιστεύει ότι όσο ζει, όποιο κόμμα κι αν ψηφίσει, όποιον αρχηγό, δεν πρόκειται τίποτα να αλλάξει στη ζωή του. Αν κάτι βελτιωθεί, θα οφείλεται σε συγκυρίες, όχι στην πολιτική.
Ούτε περιθώρια πολιτικών επιλογών υπάρχουν. Ο ψηφοφόρος πολίτης δεν έχει δίλημμα ανάμεσα σε πολιτικές που ειλικρινά πιστεύουν στη γονιμότητα προστασίας των ατομικών συμφερόντων και σε πολιτικές που μάχονται για κοινωνικές προτεραιότητες. Ξέρει καλά ο ψηφοφόρος σήμερα ότι κοινωνικά αγαθά (το συλλογικό συμφέρον, η κοινή ανάγκη, η κοινωνία της χρείας) δεν υπάρχουν πια, όλα είναι εμπορεύσιμα, ατομικά δικαιώματα εκβιάζονται ή αγοράζονται. Οι «σοσιαλιστές» ασκούν θατσερική πολιτική, η «Δεξιά» πιθηκίζει την καπατσοσύνη των «σοσιαλιστών».
Ο απλός άνθρωπος ξέρει ότι, όποιος κι αν νέμεται την εξουσία στη χώρα, τίποτα στη δική του ζωή δεν αλλάζει. Θα πεθάνει με την πίκρα, τουλάχιστον ο ασυμβίβαστος με την καπατσοσύνη. Η πίκρα κατασταλάζει κάθε μέρα στην ψυχή του: για την αναιδή ανισότητα, τον προκλητικό αμοραλισμό, τον άνομο πλούτο, την κλοπή του φορολογημένου ιδρώτα.
Η πολιτική δεν αφορά τον σημερινό άνθρωπο, δεν αγγίζει την πραγματικότητα της ζωής του ούτε στο επίπεδο του συμφέροντος ούτε στο επίπεδο του οράματος. Στην πιστοποίηση συνεργούν τα τηλεοπτικά μέσα προσδίδοντας στην πολιτική την «ελκυστικότητα» του επαγγελματικού ποδοσφαίρου ή του κουτσομπολιού της γειτονιάς. Ξέρουν καλά οι έμποροι της «πληροφόρησης» ότι στα ενδιαφέροντα της «πλεμπάγιας» προηγούνται οι ειδήσεις του αστυνομικού δελτίου, οι ερωτικές ή υγείας περιπέτειες λαϊκών τραγουδιστών και δημοφιλών ηθοποιών και ακολουθεί σε απόσταση το ενδιαφέρον για τα εσωκομματικά παρασκήνια και συντροφικά αλληλομαχαιρώματα δελφίνων.
Το χάσμα ανάμεσα στην κοινωνία και στην πολιτική γίνεται αγεφύρωτο, όταν μια κρίσιμη μάζα πολιτών πεισθεί πως οι πολιτικοί «όλοι ίδιοι είναι». Η κρίση, ισοπεδωτική, απαξιώνει τους πάντες, δίχως περιθώρια ελπίδας στην εξαίρεση. Οι επαγγελματίες της πολιτικής, φυσικοί αυτουργοί του χάσματος ανάμεσα στην κοινωνία και στην πολιτική, εξοργίζονται με τον απαξιωτικό αφορισμό στη γενικότητά του. Τον καταγγέλλουν σαν προάγγελο φασιστικών υπονομεύσεων της δημοκρατίας.
Δεν καταλαβαίνουν το ρεαλιστικό γνωμάτευμα του λαού. Το «όλοι ίδιοι είναι» δεν σημαίνει ότι όλοι οι πολιτικοί «διαπλέκονται», όλοι ψευδολογούν, υποκρίνονται, καλύπτουν ατιμίες με τη βουλευτική ασυλία τους. Ο λαός απλώς εκφράζει αυτό που βλέπει: Βλέπει ανθρώπους, ακόμα και σπάνιας ποιότητας, μόρφωσης, εξαίρετων ικανοτήτων. Που μόλις «κατέβουν» στην πολιτική αποκόβονται καισαρικά από την πραγματικότητα της κοινής ανθρώπινης ζωής. Μιλάνε για τη ζωή, αλλά αναφέρονται πια σε φαντάσματα. Μοναδική πραγματικότητα γι’ αυτούς είναι η εκλογή ή επανεκλογή τους.
Σε αυτή τη μοναδική πραγματικότητα και επιδίωξη εξομοιώνονται όλοι. Η Κίρκη της εκλογής ή επανεκλογής τούς κάνει όλους ίδιους. Εκτός πραγματικότητας.