Ό,τι έρθει κι ό,τι γίνει. Δεν μπορούμε δυστυχώς, να κάνουμε τίποτα. Το ζήτημα είναι πώς θα βγούμε πέρα και να ευχόμαστε να πεθάνουμε όρθιοι. Να μη χάσουμε την αξιοπρέπειά μας, που είναι ό,τι χειρότερο στα γεράματα. Και, δυστυχώς πάλι, το πιο συνηθισμένο. Η ψυχή μου έχει γίνει βαρειά σαν μολύβι…
Κάθομαι και σκέφτομαι. Τόσους αιώνες πριν που θάπρεπε οι άνθρωποι να είναι πιο άγριοι, πιο βίαιοι και κακοί, οι Έλληνες, όπου πήγαιναν έφερναν πολιτισμό. Στις μετακινήσεις, στις αποικίες που έφτιαχναν στον Πόντο, τη Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Ιταλία, στη μια και στην άλλη όχθη της χερσονήσου του Αίμου, στη Σικελία, στη Νότια Γαλλία και Ισπανία, πουθενά δεν πήγαν ύπουλα και με σκοπό να επιβάλουν, να κατακτήσουν. Έπιαναν τα παράλια κυρίως χωρίς πουθενά να προσπαθήσουν να σφάξουν, να εξοντώσουν τους ντόπιους, να κατακτήσουν, να εξαφανίσουν. Αντίθετα μάλιστα συνυπήρξαν. Ενώ, όπου πήγαν οι «πολιτισμένοι» Ευρωπαίοι, Ισπανοί, Πορτογάλοι, Ολλανδοί, Γερμανοί, Άγγλοι, Βέλγοι εξαφάνιζαν τους ντόπιους πολιτισμούς. Ας θυμηθούμε τί έκαναν στην Αμερική, τί οι κοκισταδόρες του Κορτέζ και οι άλλοι, που εξάλειψαν ολόκληρους πολιτισμούς και φυλές. Πού είναι οι Ίνκας, οι Αζτέκοι, οι ερυθρόδερμοι; Σε συμφωνίες πάντα με τον Πάπα «πασιφανῆ τῆς ὅλης οἰκουμένης ὀφθαλμόν», για το μοίρασμα του χρυσού. Το ίδιο στην Αφρική, τη Νότια Ασία, την Αυστραλία. Τραγωδία σκέτη.
Αν αυτά τα συγκρίνει κανείς με την αρχαία Ελλάδα η διαφορά είναι τεράστια. Μεγάλος, ασύγκριτος πολιτισμός της αρχαίας Ελλάδος, άσχετο αν δεν στεκόμαστε να εμβαθύνουμε. Όχι πως δεν είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες τα ελαττώματά τους. Και ελαττώματα είχαν και πολέμους έκαναν και μειονεκτήματα πολλά. Είχαν όμως παράλληλα και κάτι άλλο: εκείνο που θα μπορούσε κανείς να ειπεί με μια λέξη πολιτισμό. Ευγένεια νου και ψυχής που δεν έχουμε σήμερα. Γιατί αυτός είναι ο πολιτισμός. Να μπορέσεις να τιθασεύσεις το θηρίο που κρύβεις μέσα σου. Την κακία, την αχορταγιά, την πλεονεξία, τον εγωισμό, την ανωμαλία του μυαλού. Και να μάθουμε να το παλεύουμε, να το πατάμε στο λαιμό αυτό το θηρίο. Όσο για τα άλλα που λέγονται για τον πολιτισμό τα θεωρώ ανοησίες.
Αλλά βολευτήκαμε με το ότι ο άνθρωπος είναι κακός. «Τί να κάνουμε, έτσι είν’ ο άνθρωπος» λέμε, και προσπάθεια καμμία. Ο άνθρωπος είναι κακός, αλλά εμείς είμαστε έξω και τελειώσαμε. Ρίχνουμε τις αδυναμίες των ανθρώπων στους άλλους. Δεν παίρνουμε καν είδηση τί γίνεται στον κόσμο.
Βλέπεις τους μεγάλους ηγέτες να συνεδριάζουν. Ακούμε Σύνοδος κορυφής, G7 (οι ηγέτες των πλουσιοτέρων χωρών του κόσμου), συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ. Και κουβεντιάζουν για χρήματα, για εκατομμύρια και δισεκατομμύρια κι αν αυξηθεί κατά μισό τοις εκατό θα σωθούμε, αλλιώς καταστρεφόμαστε… Και ανάθεμά με αν και οι ίδιοι ξέρουν πού βρίσκονται και τί κουβεντιάζουν, αν καταλαβαίνουν τί γίνεται. Κι όσο τα σκέφτεται κανείς αυτά ωχριά μπροστά στο χάος που παρουσιάζεται. Διότι ένα χάος υπάρχει με τα συμβαίνοντα και τα οικονομικά του κόσμου, με την παγκοσμιοποίηση. Και κανείς δεν ξέρει πώς κινούνται και πώς λειτουργούν.
Αποφεύγω ακόμα και να τα σκέφτομαι. Και νοιώθω τόσο απροστάτευτος. Και όλα, μας λένε, γίνονται για το καλό μας που όσο πάει μας τυλίγει όλο και πιο πολύ σε ένα δίχτυ. Ακούμε: η τάδε εταιρεία ελέγχει εκείνο, το άλλο, το παράλλο, τις τράπεζες. Ποιός τα κινεί όλ’ αυτά; Διότι κάποιος τα κινεί. Ποιός τα ελέγχει; Υπάρχει έλεγχος; Φοβούμαι πως δεν υπάρχει πια τρόπος να ελεγχθεί τίποτα εδώ που έφτασε το πράγμα και όλα κινούνται ανεξέλεγκτα, τρελά. Και δεν έχω λεξιλόγιο να τα εκφράσω. Τα πράγματα είναι τόσο τραγικά, εφιαλτικά! Δεν είναι πια ζωή αυτή. Τα παιδάκια λυπάμαι που δεν παίζουν, δεν χαίρονται και όλη η ζωή τους ένα κινητό… Ώρες ώρες λέω – ο Θεός ας με συγχωρέσει – πως κάνουν λάθος εκείνοι, που από τώρα και πέρα, φέρνουν παιδιά στον κόσμο.
Από την άλλη όμως τα βλέπω τόσο αστεία, όσο μια παρέα μικρών παιδιών 7 – 8 χρονών που μιλούν, φωνάζουν, φαντασιώνονται, θορυβούν. Άλλα κάνει το ένα κι άλλα το άλλο. Ως και η γραβάτα παίζει ρόλο συμβόλου. (Όλοι φορούν εκτός από τον δικόν μας αρχηγό της αντιπολίτευσης και χθεσινό πρωθυπουργό.) Ή το μουστάκι κι αν το ξύρισε ο Τούρκος και γιατί ή ο χαλβάς που κέρασε ο Τούρκος πρόεδρος στον δικό μας πρωθυπουργό, και βρίσκουν αντικείμενο συζητήσεως. Δηλαδή χειρότερα από μικρά παιδιά. Έτσι τα βλέπω και σαν αστεία. Όσο επικίνδυνα είναι, είναι άλλο τόσο και αστεία.
Σύνοδος κορυφής σου λέει. Αλήθεια, ξέρουν τί λένε; τί συζητάνε; Κι αν γίνει αυτό θα πέσει τ’ άλλο. Κι αν εκείνο η Κίνα θα βγει μπροστά. Ένας πόλεμος τούτος που είναι πολύ χειρότερος απ’ τον πόλεμο. Χειρότερη τρέλα κι απ’ τον πόλεμο, δεν το βλέπουμε; Και μάλιστα εδώ δεν ξέρεις καν τον αντίπαλο. Παλιότερα στον πόλεμο κρατούσε ένα όπλο ο ένας από ’δω κι ένα ο άλλος από ’κει. Στον πόλεμο κρατάς ένα όπλο κι όποιος φάει τον άλλον. Εδώ; Παλιότερα ερχόταν ο εχθρός να πατήσει την πατρίδα σου, να κάψει το σπίτι σου, να αρπάξει, να σε σκοτώσει και εσύ την προστάτευες με ό,τι μέσα είχες και όπως μπορούσες. Σήμερα; Ποιός λέει αλήθεια και ποιός ψέματα; Δεν υπάρχει ούτε πατρίδα, ούτε θεός, ούτε αρχές και ιδανικά, ούτε τίποτα, και τα νήματα όλα κινούνται από αόρατες δυνάμεις που είναι οικονομικές. Και το αρχαίο «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος» έγινε «πάντων ἀνθρώπων μέτρον χρῆμα». Τίποτ’ άλλο. Και όλα μπερδεμένα, πολύπλοκα, ακατανόητα. Και όσο πάμε τα μπλέκουμε περισσότερο χωρίς να καταλαβαίνουμε. Γίνανε πια όλα ακατανόητα, τίποτα ξεκάθαρο. Ούτε το νερό που πίνουμε. Κάποτε πηγαίναμε στην πηγή, στη βρύση του χωριού, παίρναμε νερό και πίναμε νερό. Το γνωρίζαμε. Τώρα τί νερό είναι τούτο που πίνουμε, κυρίως στις μεγάλες πόλεις; Από πού έρχεται; Τί έχει μέσα ξέρουμε; Τί αναπνέουμε ξέρουμε; Τί τρώμε; Έλεγαν οι άνθρωποι καθημερινά «καλημέρα» και ήταν καλημέρα. Τώρα ξέρεις αν είναι «καλημέρα» ή κάτι άλλο και τί;
Όμως παρά ταύτα πρέπει να βρίσκουμε κάτι πιο ευχάριστο να λέμε. Να μην τυραννάμε την ψυχή μας. Άλλωστε ούτε να λύσουμε κανένα πρόβλημα μπορούμε ούτε τίποτα. Γι’ αυτό λοιπόν ας βρίσκουμε να λέμε κάτι ευχάριστο.