Γράφει ο Μιχάλης Τσιντστίνης στην "Καθημερινή: «Σε μια μικρή παραβολή του Κίρκεγκορ, ένας παλιάτσος βγαίνει στη σκηνή για να προειδοποιήσει το κοινό. «Φωτιά!» τους λέει, ξέσπασε στα ενδότερα του θεάτρου. Το κοινό νομίζει ότι είναι αστείο και χειροκροτεί. Ο παλιάτσος επαναλαμβάνει την προειδοποίηση. Το χειροκρότημα δυναμώνει. Έτσι, συμπεραίνει ο Κίρκεγκορ, θα έρθει η συντέλεια του κόσμου: μέσα στις ζητωκραυγές εκείνων που θα πιστέψουν ότι είναι αστείο.
Ο λαϊκιστής είναι το αντίστροφο του παλιάτσου της παραβολής: εισβάλλει στην κανονική ζωή και λέει στο ακροατήριό του να μην ανησυχεί. Δεν τρέχει τίποτα. Όλα είναι εύκολα. Όλα είναι θέατρο.
Ο κανόνας είναι ότι ο λαϊκισμός είναι ακαταμάχητος στην αντιπολίτευση, αλλά άχρηστος στη διακυβέρνηση. Ξέρει πώς να αρπάξει την εξουσία. Αλλά δεν ξέρει τι να την κάνει. Αυτή η αποτυχία του, όμως, ακόμη κι όταν τον οδηγεί σε εκλογική πτώση, δεν τον καθιστά ακίνδυνο.
Ο Τραμπ ηττήθηκε εκλογικά. Η χαοτική του θητεία, όμως, αλλοίωσε βαθιά τη θεσμική μηχανική της αμερικανικής δημοκρατίας. Προκάλεσε και προκαλεί παραλυτική πόλωση στον νομοθετικό της βραχίονα. Μετέτρεψε το ανώτατο δικαστήριό της σε μοχλό αυθαίρετης –δημοκρατικά ανομιμοποίητης– και ριζοσπαστικής οπισθοδρόμησης.
Ο Μελανσόν και η Λεπέν έχασαν στις κάλπες. Κατάφεραν ωστόσο να είναι τόσο ισχυροί ώστε να μπορούν να επιβάλλουν στη γαλλική δημοκρατία κυβερνητικό βραχυκύκλωμα.
Ο λαϊκισμός μετενεργεί ακόμη και μετά την εκλογική του απονομιμοποίηση. Και στο ελληνικό πολιτικό υπέδαφος, ο λαϊκισμός έχει φυτέψει τον σπόρο του χάους. Έχει θάψει τη νάρκη της απλής αναλογικής».