Πολυσέβαστε, αείμνηστε, γέροντα, π. Διονύσιε,
Κλείνοντας έναν χρόνο από την ημέρα που ο Κύριος αποφάσισε να σε πάρει κοντά του και νιώθοντας βαθειά την ανάγκη αλλά και επιτακτικό το χρέος να σε ευχαριστήσω για όσα μου προσέφερες- και είναι πάρα πολλά αυτά- όλα αυτά τα χρόνια- από μαθητής Γυμνασίου έως λειτουργός της Δημόσιας Α/θμιας Εκπαίδευσης- αποφάσισα μετά από πολλή περίσκεψη να κάνω αυτό που ποτέ δεν ήθελες από κανέναν. Να μιλήσω εγκωμιαστικά για σένα, σκιαγραφώντας πολλές πτυχές της ισχυρής «εν Χριστώ» προσωπικότητάς σου, όπως τις γνώρισα πρώτα ως ομαδόπουλο και στέλεχος των Κατασκηνώσεων της Ι.Μ. Μονεμβασίας και Σπάρτης και ύστερα ως πνευματικό σου παιδί. Μέσα από αυτά τα βιώματα θέλω να γνωρίσουν κυρίως οι νεότεροι, αλλά και να θυμηθούν με συγκίνηση οι παλαιότεροι «ποιος ήταν», αλλά και «τι προσέφερε» ο μακαριστός Γέροντας, π. Διονύσιος, όχι μόνο στην τοπική μας Εκκλησία αλλά και σε ολόκληρη την κοινωνία της Σπάρτης και όχι μόνο.
Η πρώτη μας γνωριμία έγινε στο πανέμορφο και ιστορικό μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων Πάρνωνα, που ήταν και ο πρώτος τόπος των Κατασκηνώσεων, όταν ήμουν μαθητής της Β΄ Γυμνασίου- την επομένη χρονιά θα πήγαινα στην Γ΄. Την πρώτη κι όλας μέρα της κατασκηνωτικής περιόδου, είδαμε όλοι μας εκτός από τον τότε υπεύθυνο των Κατασκηνώσεων, μακαριστό πλέον Αρχ. π. Σεβαστιανό Κονιδάρη- «ψυχή» και «καρδιά», όλα τα προηγούμενα χρόνια της Κατασκήνωσης- κι έναν άλλο ιερέα, πιο νέο, ψηλό, με ίσιο κορμί και σοβαρό να είναι μαζί μας. Από την αρχή παρατηρούσαμε με περιέργεια τις κινήσεις του καθώς δεν γνωρίζαμε ούτε ποιος είναι ούτε ποιος ήταν ο ρόλος του στην Κατασκήνωση. Όλες οι απορίες μας λύθηκαν στο μεσημεριανό φαγητό, όταν ο π. Σεβαστιανός μας παρουσίασε τον καινούργιο υπεύθυνο της Κατασκήνωσης, τον πατέρα Διονύσιο Μπέκο, μιλώντας με ενθουσιασμό για τον νέο «αρχηγό» και κυρίως για την ιεραποστολική του δράση στο Κονγκό και το Ζαΐρ. Δεν θα κρύψω ότι οι περισσότεροι «παλιοί» νιώσαμε ένα δυνατό μούδιασμα στην αρχή, αλλά δε πέρασαν παρά μόνο λίγα λεπτά που άρχισε να μιλάει και να κλέβει τις καρδιές μας με τον γλυκύτατο λόγο του, που τον διάνθιζε με εύστοχα ανέκδοτα- ιστορίες, αλλά και πατρικές συμβουλές. Ο λόγος του μου θύμισε τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας, κ.κ. Ευστάθιο, που μας είχε επισκεφθεί την προηγούμενη χρονιά στην Κατασκήνωση, ως νέος Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης και μας ενθουσίασε με τον λόγο του και τον τρόπο συμπεριφοράς του. Το ίδιο και ο π. Διονύσιος. Απλότητα, αμεσότητα και αγάπη προς όλους ακόμα και για τις «κυρίες της αγάπης», όπως ονόμασε τις μαγείρισσες. Στη συνέχεια μας μίλησε για το πρόγραμμα που θα είχε η κατασκήνωση. Στο άκουσμά του πέσαμε «ξεροί». Εγερτήριο στις 7.30, όταν τις προηγούμενες χρονιές ξυπνούσαμε στις 8.00! Ύστερα Πρωινή Προσευχή, Αγιογραφικό ανάγνωσμα, Πρωινό (Ομάδες Αγάπης, Σύνθημα και Ύμνος κάθε Ομάδας), καθαρισμός κελιών, Αναφορά- Λες και είμαστε στον στρατό! - Αναγνωστήριο ( Μετά από 10 χρόνια το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ενέταξε το πρόγραμμα Φιλαναγνωσίας στα σχολεία! Τώρα το κατάργησε, προφανώς ως άχρηστο!), Περίπατος στο δάσος με συζήτηση και παιχνίδι. Πόσο πολύ, όμως, ωφέλησε αυτό το πρόγραμμα όλους μας μπορεί να το διαπιστώσει κανείς, αν άκουγε, μετά από κάποια χρόνια τις συζητήσεις, που έκαναν όσοι έζησαν τη «νέα» Κατασκήνωση, όταν πήγαν στον στρατό - πιο απαιτητικό ήταν το πρόγραμμα της κατασκήνωσης παρά του στρατού- καθώς και στην υπόλοιπη ζωή τους!
Μέσα από την πρωινή προσευχή και τη σύντομη ανάλυση του αγιογραφικού αναγνώσματος, που τη πρώτη χρονιά έκανε ο ίδιος- τις επόμενες ήταν μέριμνα των ομαδαρχών κατά σειρά- δε δυσκολεύτηκα να καταλάβω ότι στον λόγο και στην πράξη του πνευματικού μου πατέρα δέσποζε ο ευαγγελικός λόγος: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία». Αυτός ήταν ο π. Διονύσιος, δίδασκε κυρίως με το παράδειγμά του, αφού ήταν πράος και ταπεινός. Όσον αφορά τις θείες Λειτουργίες, Αγίων και Κυριακών ήταν μια ουράνια μυσταγωγία. Η βαθειά πίστη, η απλότητα, η τάξη και ο κρυστάλλινος χριστοκεντρικός του λόγος μας ανέβαζε στον ουρανό. Πόσα από εκείνα τα παιδιά που έζησαν εκείνες τις στιγμές δεν έγιναν λειτουργοί του Υψίστου και κοσμούν με την παρουσία τους την τοπική μας Εκκλησία, παίρνοντας παράδειγμα από εκείνον; Πόσα από εκείνα τα παιδιά δεν πρόκοψαν, δεν ευτύχησαν στη ζωή τους κι έγιναν σπουδαίοι γονείς; Αλλά και πόσα παιδιά, ιδιαίτερα του Λυκείου δε γλύτωσε από τα «δόντια» του διαβόλου και της καταστροφής; Γι αυτό τον λόγο, όταν έφθανε η στιγμή να αποχωρήσουμε από την Κατασκήνωση, αφού ξεκινούσε η περίοδος των κοριτσιών τις πλαγιές του βουνού δονούσε το σύνθημα πνιγμένο μες στα δάκρυα « Δεν το κουνάμε από δω ό,τι και να μας πείτε, ακόμα και τον γερανό να φέρετε μπορείτε!». Κι αυτό έδειχνε το πόσο πολύ αγάπησαν όλοι τη «νέα» Κατασκήνωση που ήταν έργο δικό του. Γι αυτό και κάθε χρόνο οι αιτήσεις έσπαγαν κάθε ρεκόρ. Από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης στέλνονταν αιτήσεις για την Κατασκήνωση της Ι.Μ. Μονεμβασίας και Σπάρτης.
Όλα αυτά με έκαναν, μακαριστέ π. Διονύσιε, να σου ζητήσω- και εκατοντάδες άλλα παιδιά το ίδιο έκαναν- να γίνεις ο πνευματικός μου πατέρας. Και εκεί γνώρισα πλέον την καρδιά σου. Μια καρδιά πλούσια από συναισθήματα, πλημμυρισμένη από την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο και τον συνάνθρωπο. Μια καρδιά γεμάτη με βιώματα ορθόδοξα, ιεραποστολικά, που με τη Χάρη του Θεού «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί». Ακόμα και το σπίτι στο οποίο έμενες το είχες μετατρέψει σε ασκητικό κελί, αφού η ζωή σου ολόκληρη ήταν μια αδιάκοπη προσευχή. Πόσες φορές εκεί δεν έβαλες το πετραχήλι και δεν ξεκίνησες το «Ευλογητός ο Θεός…», για να αναπαύσεις με τη συγχωρητική ευχή σου κάθε πονεμένη ψυχή! Και όταν σου έλεγα: «Πότε θα ξεκουραστείς Γέροντα;», μου απαντούσες: «Παιδί μου, εμείς οι κληρικοί δεν έχουμε ωράριο, όπως εσείς οι λαϊκοί. Όταν ο Θεός μας καλεί πρέπει να υπακούσουμε στο πρόσταγμά του». Και στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου πάλι εσύ μου στάθηκες σαν πελώριος βράχος-μαζί με τον νυν πνευματικό μου, που εσύ μου τον υπέδειξες, όταν μου είπες: «παιδί μου, η ασθένεια μου δε μου επιτρέπει πλέον να εξομολογώ,»- θυμίζοντας μου την πτώση του Προφητάνακτα Δαυίδ και την επιστροφή του στην αγκαλιά του Θεού μετά τη συγκλονιστική μετάνοιά του. Κι αυτό έγινε πολυσέβαστε γέροντά μου. Με βοηθήσατε και οι δύο και βρήκα και πάλι τον βηματισμό μου.
Υπήρξες άνθρωπος της σιωπής, όχι γιατί δεν είχες τη δυνατότητα του λόγου -το αντίθετο μάλιστα-, αλλά γιατί ήθελες πρώτα να ακούσεις και ύστερα με πολύ σεβασμό και διάκριση να δώσεις τις πατρικές σου συμβουλές που όλες είχαν ως θεμέλιο τον λόγο του Χριστού.
Ποτέ δεν κακολόγησες όποιον σε πίκρανε, ήσουν άκακος και η λέξη εκδίκηση δεν υπήρχε στη σκέψη σου, αφού η καρδιά σου ήταν πλημμυρισμένη από αγάπη για όλους. Ποτέ δε διεκδίκησες κάτι για τον εαυτό σου αδικώντας κάποιους άλλους. Ήσουν φιλάνθρωπος και φιλεύσπλαχνος, αφού και από τον μισθό σου ένα μεγάλο μέρος το έδινες για να ανακουφίσεις τη φτώχεια και τον πόνο συνανθρώπων μας. Γι αυτό κάθε φορά που βρισκόσουν σε κάποια ενορία της Σπάρτης οι πιστοί έτρεχαν κοντά σου κι έλεγαν: «Πάτερ Διονύσιε, την ευχή σου!» Οι ευεργετημένοι από σένα άνθρωποι γίνονταν σαλπιγκτές των δώρων σου και σε αναγνώριζαν ως «φίλο» του Θεού. Κι εσύ έκανες το καλό κι έφευγες σύντομα και κρυφά, γιατί δεν ήθελες να το ξέρει κανένας. Σου έφτανε που το γνώριζε ο Ένας, ο Κύριος, που τόσο πολύ αγάπησες. Η ιεροσύνη είναι το πιο σπουδαίο αξίωμα στον κόσμο. Αξίωμα που ούτε οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι δεν έχουν. Κι εσύ το τιμημένο ράσο το τίμησες στον υπέρτατο βαθμό. Γι’ αυτό και ευχόμαστε όλοι όσοι σε γνωρίσαμε είτε προσωπικά είτε μέσω των περισπούδαστων παιδαγωγικών και θεολογικών βιβλίων σου στον Κύριο μας, Ιησού Χριστό, όπως σε ανέδειξε εδώ στη γη ιερέα Του, έτσι να σε αναδείξει και ιερέα του ουρανίου Του θυσιαστηρίου.
Μεγάλη παράλειψη θα ήταν αν ξεχνούσα την προσφορά σου στην αναδιοργάνωση των «Χριστιανικών Ομάδων»( Κατηχητικών), που με νέο, σύγχρονο πνεύμα δημιούργησες στην πόλη της Σπάρτης τουλάχιστον, καθώς και τη Σχολή Γονέων που λειτούργησε για αρκετά χρόνια στη Σπάρτη με τα πολλά οφέλη που είχαν όσοι παρακολούθησαν τους διακεκριμένους ομιλητές, κυρίως νέοι γονείς.
Πολυσέβαστε, αοίδιμε, Γέροντα, π. Διονύσιε,
Σε ευχαριστώ μέσα από τα βάθη της ψυχής μου για όσα μου έμαθες, για όσα με δίδαξες, μα πάνω απ’ όλα για την άφεση των αμαρτιών που μου προσέφερε το αγιασμένο πετραχήλι σου μετά την κάθε εξομολόγηση.
Είμαι σίγουρος, πνευματικέ μου πατέρα, ότι από τώρα ο Κύριος μας σε δέχθηκε με τα χαρμόσυνα αναστάσιμα λόγια του: «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου».
Άγιοι Ανάργυροι, Άγιοι Τεσσαράκοντα, Άγιε Νικόλαε, Άγιε Σπυρίδων, Όσιε Νίκωνα ενώστε τις πρεσβείες σας για την ανάπαυση της ψυχής του προκεκοιμημένου δούλου του Θεού Διονυσίου ιερομονάχου.
Κι εσύ πεφιλημένε μου Γέροντα, πρέσβευε για όλους εμάς που σε αγαπήσαμε και μας αγάπησες με όλη σου την καρδιά, κλήρο και λαό.
Αιωνία σου η μνήμη!
Καλή ανάπαυση και καλή Ανάσταση, πνευματικέ μου πατέρα!
Με σεβασμό και αγάπη.