Γράφει ο Γεώργιος Ατσαβές - Φιλόλογος
Κριτική προσέγγιση στο έργο: «Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε μεσάνυχτα» του Παναγιώτη Κομνηνού του εγκρίτου συμπολίτη μας, δικηγόρου και στοχαστή Παναγιώτη Κομνηνού. (τ. Προέδρου Δικηγ. Συλλόγου Σπάρτης) Αναδυόμενες, μετά την ανάγνωση, σκέψεις.
Είχα την τύχη και την τιμή να έλθει στα χέρια μου, κατόπιν ευγενικής χορηγίας του συγγραφέα, το τελευταίο πόνημά του, με τίτλο: «Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε μεσάνυχτα».
Οφείλω να ομολογήσω, αβίαστα, ότι το έργο μου προσέφερε χαρά και συγκίνηση, που, μόνον, μια γνήσια, λογοτεχνική δημιουργία δύναται να προσφέρει.
Παρά το ότι ασχολήθηκε με μία από τις, πλέον, σκοτεινές και φρικώδεις περιόδους, της Ελλην. Ιστορίας, αυτής του εμφυλίου πολέμου, το 1944-1949, αναδιφώντας σε γεγονότα και διαπραγματευόμενος ιστορίες, και καταστάσεις, με μια αξιοσημείωτη βιωματική αυθεντικότητα, εξέρχεται αλώβητος και νικητής, σ’ αυτήν την λογοτεχνική του προσπάθεια.
Νικητής, με την έννοια ότι προσέγγισε την, τότε, πραγματικότητα, με τα μάτια της αλήθειας, και αντικειμενικότητας, που ποτέ, εν τέλει, δε διαψεύδονται και το αποτέλεσμα εξήλθε γνήσιο και φωτεινό, σε αντίθεση με, πάρα πολλούς που επιχείρησαν ανάλογες προσπάθειες και βυθίστηκαν σε τρανταχτή αποτυχία και ανυποληψία, γιατί η, παντελώς, στρατευμένη και εγκιβωτισμένη στα ασφυκτικά δεσμά της ιδεοληψίας, συνείδησή τους, δεν μπόρεσε ελεύθερα και αληθινά κυρίως, να προσεγγίσει το θέμα.
Γράφει ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο της έκδοσής του, καθορίζοντας και το στίγμα του έργου του:
«Μια συμβατή αλληγορία στα περάσματα του χρόνου. Στο παλιό που γίνεται ιστορία και συλλογική συνείδηση. Που δεν χάνεται, αλλά υπάρχει ως σύνθετη και χρήσιμη ανθρώπινη γνώση. Και στο νέο που έρχεται ως καλό «αναμενόμενο».
Στον πρόλογό του συμπληρώνει:
Στην ιστορική και εμπειρική αποτίμηση των ανθρώπινων συμβάντων, αν το μαύρο και σκοτεινό κυριαρχήσει στην εσωτερική αναμέτρηση του άσπρου και φωτεινού, τότε έπονται δεινά, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να χάνει τη λάμψη, και την αξιοπρέπειά του, ακόμη και να θέτει σε κίνδυνο την ίδια την υπόστασή του».
Και προσδίδοντας στη συγγραφική του αποστολή έναν, καθόλα, έντιμο και ευγενή στόχο, τονίζει:
«Το αφήγημα που ξετυλίγεται στις επόμενες σελίδες, με επί μέρους αυτοβιογραφικά και ιστορικά στοιχεία, αλλά και με δειλούς στοχαστικούς αυτοσχεδιασμούς, ας θεωρηθεί ένα είδος τρισάγιου, για τα αθώα θύματα της σκοτεινής ανθρώπινης πλευράς».
Το έργο του Παναγ. Κομνηνού διακρίνεται για τη λογική, την ιστορική και κοινωνική γνώση, τη βιωματική και αυθεντική προσέγγιση και κύρια χαρακτηριστικά του είναι η διαφάνεια, η δροσιά και η αναδιδόμενη ηρεμία και γαλήνη, ακόμα και στην αντιμετώπιση, λίαν ειδεχθών πράξεων.
Οι εμπνεύσεις είναι πηγαίες, η ροή του λόγου αβίαστη. Σε κάθε σελίδα και μια ιδιαίτερη πηγή ζωής, μια πινελιά συμπεριφοράς, ένας πόνος, ένας καημός, μια πανανθρώπινη εμπειρία, ένα χαμόγελο ευτυχίας, μια αδυσώπητη μνήμη, ένα…
Η γραφή, έχει νεύρο, έχει συναισθηματική ένταση, έχει έκσταση, έχει ονειρική αναζήτηση.
Τα παραπάνω δεδομένα, διαφοροποιούνται εναλλασσόμενα σε δονούμενες, λυρικές λέξεις και εκφράσεις, που έχουν σχέση, είτε με κάποιο φυσιολατρικό απαύγμασμα της ψυχής, είτε με την ένταση, την αγωνία, τον πόνο, τη φρίκη του γεγονότος, όταν η έμπνευση κατά τη δημιουργική διαδρομή της, καταθέτει το απάνθισμα των στοιχείων της, με τρόπο αυθόρμητο, ειλικρινή, αλλά, όπως προείπαμε και, άκρως, βιωματικό, και πάντα διερχόμενος με επιτυχία τις Συμπληγάδες των ιδεολογικών καταβολών και αιρέσεων.
Το ύφος διακρίνεται από μια χαρισματική αμεσότητα στα όσα αναζητά και βρίσκει και στο έργο υπάρχουν ευρηματικές διαφάνειες για όλες τις παρεπόμενες καταστάσεις της ανθρώπινης ζωής.
Οι μηνυματικές του επισημάνσεις και απόψεις, αλλά και ο θεματικός προβληματισμός, καθώς και οι ποικίλες αναζητήσεις στις, εκ βαθέων συντελούμενες διεργασίες, προσδίδουν στο πόνημα του Π.Κ., μια ιδιαίτερη χάρη, ομορφιά και συναρπαστικότητα. Τονίζει ο Τερζάκης:
«Ο λογοτέχνης επιβάλλεται να έχει ένα προσωπικό όραμα του κόσμου. Και πάλι, όταν λέμε «όραμα», δεν ζητάμε, μόνον, συνέπεια λογική, φιλοσοφική, αφηρημένη. Ζητάμε συνέπεια ανθρώπινη, κάτι το αυθεντικό, το ζυμωμένο με ιδρώτα και δάκρυα. Το όραμα ενός λογοτέχνη δεν κρίνεται από τη θεωρητική ιδιομορφία του. κρίνεται από τη δραματική του ένταση».
Ακολουθώντας τη φύση, τη ζωή, το ένστικτο, την ανθρώπινη φύση, το φως και το σκοτάδι της ανθρώπινης ύπαρξης, την τραγικότητα και φρίκη των στιγμών, θα μας πει ο συγγραφέας:
Ο σκεπτόμενος και λογικός άνθρωπος, όταν δοκιμάζεται από ακραίες καταστάσεις, διδάσκεται από αυτές και γίνεται δυνατός. Έτοιμος να αντισταθεί και να αντέξει και να επιβιώσει ως φορέας των αξιών του» σελ. 21.
Πιο κάτω, στις σελ. 33, σε μια ώριμη ψυχογραφική του αναδίφηση γράφει:
«Ο φόβος είναι βοηθός της λογικής, την κινητοποιεί και ενεργοποιεί τις δυνάμεις αντοχής της ψυχής του ανθρώπου. Αλίμονο στον άνθρωπο που δεν φοβάται, γιατί έτσι κινδυνεύει να βρεθεί μπροστά από το λογική και να φτάσει στον παραλογισμό».
Και παρακάτω, σελ. 47, προσθέτει:
Καμιά φορά τα μυστήρια της ζωής, κρύβουν σπουδαία πράγματα, που ποτέ δεν γίνονται γνωστά και χάνονται στη βαθιά λήθη. Και πρέπει να’ ναι αλήθεια πως οι άγνωστοι άνθρωποι, που έχουν αγιάσει στη ζωή τους, είναι αμέτρητοι.
Και επιτρέψτε μου σ’ αυτό το σημείο, να προβώ σ’ ωρισμένες προσωπικές απόψεις:
Παράξενοι είναι οι τρόποι με τους οποίους οι λογοτέχνες στέκονται απέναντι στο γλυκόπικρο γεγονός της ύπαρξης. Κάποιοι συσσωρεύουν οργή, αργά και σταθερά, και ξοδεύουν με μέτρο. Ο Γκαίτε, ας πούμε. Άλλοι αρπάζουν γρήγορα και δίνουν, ακαριαία. Ο Ρεμπό, λόγου χάριν. Και ορισμένοι έρχονται φορτωμένοι από το πουθενά και αδειάζουν την ψυχή τους, για να χαθούν πάλι στο πουθενά. Είναι αυτοί που τρεχοβολούν στα χωράφια που διασχίζουν οι «βατοί» δρόμοι της Τέχνης, ιδροκοπώντας καθημερινά, στους σκληρούς δρόμους της βιοπάλης, και παίζουν στους λόφους και μελαγχολούν τα απογεύματα και ονειρεύονται τα βράδυα.
Τον Παν. Κομνηνό κατατάξτε τον, όπου νομίζετε.
Συνεχίζοντας την επισκόπηση στο έργο, μετά απ’ αυτή την παρενθετική επισήμανση, βλέπουμε το συγγραφέα στη σελ. 57, να υπογραμμίζει:
«Τι σου είναι το ανθρώπινο μυαλό. Όλα από κει ξεκινάνε και όλα πάλι στο βάθος του καταλήγουν. Τα συμβάντα, οι σχεδιασμοί, τα αισθήματα και τα συναισθήματα, όλα βρίσκονται εκεί, στα μέτρα του μυαλού, σε μια διαρκή περιδίνηση που τα πλάθει, αναπλάθει και δημιουργεί. Άλλοτε μέχρι τα όρια του λογικού και άλλοτε ακόμη πιο κει, μέχρι τις άκρες του αγνώστου».
Με αξιοσημείωτη νηφαλιότητα και ηπιότητα, στη σελ. 61, τονίζει:
Στους εμφυλίους δεν υπάρχουν κανόνες ρυθμιστικοί. Δεν υπάρχει ούτε ανθρώπινο, ούτε και θείο δίκαιο. Οι κοινωνίες χάνουν την ανθρώπινη συνοχή τους. Αγριεύουν και τα πρωτόγονα ένστικτα, που γίνονται κυρίαρχες δυνάμεις επικράτησης και εκδίκησης».
Πόσο στέρεες και σωστές, αυτές οι απόψεις, πόσο αληθινή και ρεαλιστική η αντιμετώπιση μιας φρικτής περιόδου, όπως είναι ο κάθε εμφύλιος πόλεμος.
Ο συγγραφέας σε ένα, φυσιολατρικό του ξέσπασμα, δηλώνει γλαφυρά, σελ. 63:
«Έβλεπε την ομορφιά της πλάσης από ψηλά. Έβλεπε, μπροστά του τις αμέτρητες όψεις του Ωραίου. Ήθελε να τα χωρέσει μέσα του όλα όσα έβλεπε και άκουγε, όλα αυτά που τον σήκωναν πιο ψηλά, αλλά ούτε μπορούσε να τα ονομάσει».
Ωσαύτως, με αξιοπρόσεκτη φιλοσοφική και ηθική επισκόπηση, δίνει βασικούς άξονες της ανθρώπινης ηθικής, σελ. 74:
«Ο άνθρωπος πρέπει να ψάχνει την αλήθεια για να μπορεί να κρίνει σωστά όχι μόνον τους άλλους, αλλά και τον εαυτόν του. Διότι για να είναι κάτι δίκαιο, πρέπει να είναι και αληθινό».
Όμως ο Π.Κ., δεν αφήνει, τη μαυρίλα και μιζέρια του ανθρώπινου κόσμου να επισκεπάσει και μαυρίσει την ανθρώπινη πορεία και ζωή, καταγράφοντας με αισιόδοξες καταφάσεις, τη μελλοντική πορεία του, σελ. 112:
«Το ακατάλυτο και ζωοποιό καλό δεν εγκαταλείπει ποτέ τον άνθρωπο, στη μοναξιά του σκοταδιού και του χαμού».
Και συμπληρώνει εύστοχα: «Η Ιστορία είτε με τις καλές, είτε και με τις άσχημες πλευρές της, είναι έμπνευση και δημιουργία για το μέλλον που εμπνέει πίστη και δημιουργεί προσδοκία για ειρήνη, συμπόρευση και δημιουργία, με σκοπό ένα καλύτερο ανθρώπινο μέλλον.
Κοντολογής ο λόγος του Π.Κ. είναι βαθύτατα αυτογνωσιακός, επενδυμένος με άκρατο ψυχισμό και ρεαλισμό, ηχεί ξάστερος και αφυπνιστικός.
Με απλότητα, ευκρίνεια και δωρικότητα, μέσα από μια υπαρξιακή μέτρηση μεγάλης εσωτερικής περισυλλογής, οδηγεί τον αναγνώστη σε δραματική μέθεξη.
Ο λόγος του είναι οπλισμένος με φιλοσοφικό και ψυχογραφικό παλμό, καθώς και με στοχαστική ευρωστία και εικονοπλαστική επιτηδειότητα.
Μιλώντας στη Στοκχόλμη ο Οδ. Ελύτης, κατά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας τονίζει:
«Το μυστήριο της Τέχνης δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιγνίδια της σκιάς και του σκότους, για να μας εντυπωσιάσει απλώς, είναι αυτό που παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι, τότε, που προσλαμβάνει την αίγλη που ελκύει και που την ονομάζουμε Ομορφιά. Την Ομορφιά που είναι η, μόνη, ίσως οδός, προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η Τέχνη: Η πορεία να οδηγείσαι προς αυτό που σε υπερβαίνει».
Και ο συγγραφέας σ’ αυτό το έργο υπαρξιακής ενύλωσης και αυτογνωσίας οδηγείται στην καθαρτήρια και φωτεινή υπέρβαση, που, όπως προείπαμε είναι η πεμπτουσία της Τέχνης.
Ευχόμαστε στον Ξηροκαμπίτη άξιο λογοτέχνη και στοχαστή (από το Ξηροκάμπι είχα το προνόμιο να γνωρίσω από κοντά το έργο των επίσης, παναξίων Θόδωρου Κατσουλάκου και Δημ. Λάσκαρη), πάντα ακαταπόνητος, δημιουργικός και υψιπετής.
Είμαστε βέβαιοι ότι το μέλλον θα είναι γόνιμο και αποδοτικό.
Ολόψυχα θερμά συγχαρητήρια.