Νά πᾶν’ μέ βιάση τά πουλιά ν’ ἀκούσουνε ἀπ’ τά δέντρα
ποιοῦ σπόρου γέννα στύλωσε τό φημισμένο κόσμο! (Οδυσ. Ελύτης)
Προχθές ήταν που πέρασα από το δρόμο του Μυστρά προς το Δημοτικό πάρκο. Βλέποντας τη φύση γύρω ανατρίχιασα. Είδα τα πλατάνια όλα να έχουν φυλλουριάσει. Και δεν ήσαν μόνο τα πλατάνια, αλλά και οι λεύκες και οι μουριές και πολλά να ’χουν ανθίσει κιόλας. Οι δε πορτοκαλιές, οι νεραντζιές και οι λεμονιές ένα τρελό μεθύσι από αρώματα, εκεί που πριν λίγες μόλις ημέρες τα έβλεπα θεόγυμνα, ξερά, τώρα ερίφυλλα και δασύφυλλα και δροσερά. Να και η τρέλα τής ατέλειωτης Ελληνικής γλώσσας που εξέφραζε μεγαλεία.
Αλήθεια, πώς αυτά παίρνουν την απόφαση να φυλλώσουν, να ανθίσουν, να ρίξουν νιούς βλαστούς; Έχουν μυαλό τα δέντρα και δεν το ξέρουμε, δηλαδή τάξη, λογική, λες και έχουν νοημοσύνη που τα διατάσσει να κάνουν έτσι; Και μάλιστα όλα μαζί σα να παίρνουν διαταγή από ένα μυαλό και όλα να πειθαρχούν και να εκτελούν. Κι εκείνη τη στιγμή ήρθε στο νου ο ασύγκριτος Όμηρος που λέει: Οἵη περ φύλλων γενεή τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν. Δηλαδή όπως ακριβώς τα φύλλα των δέντρων πέφτουν το φθινόπωρο (φυλλόροος εποχή το φθινόπωρο και ο χειμώνας φυλλοκτόνος έλεγαν οι αρχαίοι πάλι) ξεραίνονται, σαπίζουν και χάνονται κι εκείνα που θα βγουν την άνοιξη είναι άλλα φύλλα νέα, που δεν έχουν σχέση με τα πρώτα, όμοια ακριβώς και η φύτρα των ανθρώπων. Η μια γενιά διαδέχεται την άλλη. Και εδώ ήταν, όπως είπα, που βλέποντας τα νέα φύλλα των δέντρων ανατρίχιασα, αισθανόμενος τη δύναμη της φύσης. Όταν έρθει η ώρα της θα ξυπνήσει, θα διατάξει το δέντρο ν’ ανεβάσει χυμούς, να μπουμπουκιάσει, να φυλλουριάσει, ν’ ανθίσει, να καρπίσει, να ωριμάσουν οι καρποί, να πέσουν φύλλα και καρποί και την άνοιξη πάλι απ’ την αρχή. Όλα δουλεμένα, φιλοσοφημένα όσο τίποτα μέσα στη δύναμη της φύσης. Στον παντοτινό και αιώνιο νόμο τον ἀοίδιον. Αυτόν που ρυθμίζει αυτούς τους κύκλους.
Και εκεί άκουσα τον Όμηρο πάλι. Άκου Διομήδη, λέει ο Γλαύκος, το γένος των ανθρώπων είναι σαν τα φύλλα των δέντρων, που άλλα σκορπά χάμω ο άνεμος και άλλα φουντώνουν την άνοιξη στα πράσινα δέντρα. Όμοια ακριβώς και η γενιά των ανθρώπων. Η μια φυτρώνει και η άλλη σβήνεται. (Ιλιάδα Ζ. 145-150).
Και όλα αυτά την ορισμένη ώρα. Το ορισμένο είναι που με συγκλόνισε περισσότερο. Ήρθε η ώρα του – αυτό είναι το ωραίο, το εν τόπω και χρόνω – να βγάλει φύλλα, να καρπίσει, να πεθάνει, να ξεκουραστεί. Και ήρθε στο νου και η φράση του «Εκκλησιαστή». Με τον Εκκλησιαστήν, ένα απ’ τα 49 βιβλία τού άλλου μεγάλου ποιήματος της Παλαιάς Διαθήκης, είχαμε ασχοληθεί κατά το παρελθόν (Λακωνικός Τύπος 8 και 9.3.2018), που λέει: «Τοῖς πᾶσι χρόνος καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν. Καιρὸς τοῦ τεκεῖν καὶ καιρὸς τοῦ ἀποθανεῖν, καιρὸς τοῦ φυτεῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκτῖλαι τὸ πεφυτευμένον (ἐκτίλλω = μαδώ, γυμνώνω, αφαιρώ τα φύλλα και εδώ βγάζω τα φυτεμένα αφού πέρασε η εποχή τους και εξεπλήρωσαν την αποστολή τους), καιρὸς τοῦ ἀποκτεῖναι καὶ καιρὸς τοῦ ἰάσασθαι, καιρὸς τοῦ καθελεῖν (να γκρεμιστεί, να κατεδαφιστεί), καὶ καιρὸς τοῦ οἰκοδομεῖν, καιρὸς τοῦ κλαῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ γελᾶσαι, καιρὸς τοῦ σιγᾶν καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν, καιρὸς τοῦ φιλῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ μισῆσαι… » (Εκκλησιαστής Γ’ 1-8). (Κατέπληξε, ξαφνιάζοντας το ακροατήριο η αναφορά μεγάλου μέρους του κεφαλαίου και προ παντός η ανάλυση σε βάθος, αποκαλύπτοντας το μεγαλείο του και ταυτόχρονα την ικανότητά της να καταδύεται σε μεγάλα βάθη του λόγου, όλα από στήθους, που έκανε στο χωρίο η ηθοποιός Μαρία Αλειφέρη κατά τη δεύτερη παρουσίαση του βιβλίου «Σ’ ευχαριστώ καρκίνε» του Δημήτρη Αλειφερόπουλου στην Πνευματική Εστία την 2.11.22. Η πρώτη ήταν εν μέσω πανδημίας στο Πνευματικό Κέντρο την 20.11.21).
Επανέρχομαι στα δέντρα του Μυστρά. Τα ήξερα κλαράκια γυμνά και ξαφνικά τα είδα όλα φυλλωμένα, στολισμένα. Από πού πήραν διαταγή και λουλουδίσανε; Πού πάμε εμείς και νομίζουμε ότι είμαστε πιο έξυπνοι από τα δέντρα; Και βγήκε μπροστά η μεγάλη φράση του Χριστού από την ομιλία Του στο Όρος: «Καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾶ οὐδὲ νήθει· οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὠς ἓν τούτων». (Παρατηρείστε προσεκτικά και συνειδητοποιήσετε τα λουλουδάκια του αγρού πως φυτρώνουν και πολλαπλασιάζονται. Ούτε κοπιάζουν ούτε γνέθουν. Ούτε ο βασιλιάς Σολομών όταν φοράει την πιο λαμπρή στολή του έχει τη λαμπρότητα ενός εξ αυτών. Κι αυτό από θεϊκά χείλη).
Ένοιωσα εντελώς ανίκανος, ένα μηδενικό. Είναι τούτα τρομερά πράγματα, αφού ο κόσμος να χαλάσει αυτά την Άνοιξη θα φυλλουριάσουν. Είχα προσέξει και στο παρελθόν το στίχο του Ομήρου «Οἵη περ φύλλων γενεή τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν» και έλεγα ότι μπορούσε ο μεγάλος ποιητής να παρομοιάσει με κάτι καλλίτερο το θάνατο και τη ζωή. Σήμερα όμως κατάλαβα ότι δυνατότερη παρομοίωση δεν θα μπορούσε να βρεθεί. Και ας ήξερα ποιος δίνει στη φύση τη διαταγή να γίνονται όλα αυτά και τα πάντα να υπακούουν! Και μη βρεθεί κανείς, δήθεν επιστήμονας, να πει πως γνωρίζει.
Επιστρέφοντας πήγα κατευθείαν στον Όμηρο να δω το χωρίο, τις λεξούλες μία μία, που δεν είναι λεξούλες αλλά βόμβες κυριολεκτικά. Ας τά ’βλεπαν έτσι αυτά τα κείμενα και τα παιδιά που ρίχνουν τις μολότοφ ή σκοτώνονται μεταξύ τους. Μα δεν φταίνε τα παιδιά. Εμείς τα μάθαμε έτσι. Το ακόμα χειρότερο όμως είναι που έχουν κάνει όλους εμάς που πιστέψαμε στο μεγαλείο της Φύσης, του Θεού, στο Έθνος, στην πατρίδα που αγαπάμε, στη γλώσσα μας και στους προγόνους, να νοιώθουμε ένοχοι. Το δε «μόνον πρᾶγμα, ὅπερ δὲν κατόρθωσαν ἀκόμη νὰ χαλάσωσιν οἱ πολιτικοὶ τῆς Ἑλλάδος εἶναι αἱ ὡραῖαι ἀνοιξιάτικαι ἡμέραι», έλεγε ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Προσοχή στη λέξη ακόμη, γιατί κι αυτές οσονούπω θα τις χαλάσουν.