
Σε έναν κόσμο που αλλάζει ταχύτατα, το παγκόσμιο περιβάλλον θυμίζει σκακιέρα σε διαρκή ανατροπή. Από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη νέα Μέση Ανατολή, μέχρι την κλιματική ανασφάλεια και την τεχνητή νοημοσύνη που απειλεί θεσμούς και εργασίες, η διεθνής πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, ανασφάλεια και επιστροφή αυταρχικών προτύπων.
Η άνοδος ηγετών με αυταρχικά χαρακτηριστικά δεν είναι πλέον εξαίρεση. Είναι η νέα κανονικότητα. Με πρόσχημα την «ασφάλεια», την «τάξη» ή τον «εθνικό συμφέρον», συχνά περιορίζονται δικαιώματα, ελέγχεται η πληροφόρηση, ποινικοποιείται η διαφωνία. Από τη Βουδαπέστη μέχρι τη Βαρσοβία, από την Άγκυρα μέχρι την Ουάσινγκτον, ο πειρασμός του ισχυρού, ελέγξιμου κράτους δείχνει ξανά το πρόσωπό του.
Η Ευρώπη, διχασμένη και αμήχανη, μοιάζει να κοιτάζει προς τα μέσα. Η πολυκερματισμένη πολιτική της γεωγραφία αφήνει χώρο για λαϊκισμούς, θεσμική κόπωση και απώλεια εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Η συμμετοχή πέφτει, η δημοκρατία δείχνει κουρασμένη – κι ας ψηφίζουμε ακόμη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση μοιάζει παγιδευμένη στις αντιφάσεις της. Ενώ διακηρύσσει την πίστη στις δημοκρατικές αξίες, διστάζει να συγκρουστεί με φαινόμενα δημοκρατικής εκτροπής στο εσωτερικό της.
Η άνοδος της ακροδεξιάς, οι παραβιάσεις του κράτους δικαίου, η αδυναμία χάραξης ενιαίας πολιτικής για κρίσιμα ζητήματα – όλα δείχνουν μια Ήπειρο σε κρίση προσανατολισμού.
Η Δημοκρατία στην Ευρώπη παραμένει σε λειτουργία. Αλλά με προβλήματα στον σκληρό της δίσκο.
Η συμμετοχή πέφτει, η δημοκρατία δείχνει κουρασμένη – κι ας ψηφίζουμε ακόμη.
Στο Ελληνικό μας μικρό «εργαστήριο πολιτικής», η θεσμική δυσανεξία είναι γεγονός.
Οι ανεξάρτητες αρχές δοκιμάζονται, η Δικαιοσύνη προκαλεί ερωτήματα, η ενημέρωση κατατάσσεται στην ουρά της Ευρώπης. Οι υποκλοπές αντιμετωπίστηκαν ως δυσάρεστο τεχνικό ατύχημα. Οι θεσμικές παρεκκλίσεις κανονικοποιούνται. Οι δημοκρατικές εγγυήσεις νοθεύονται από την ευκολία της «πλειοψηφίας».
H δημόσια σφαίρα γεμίζει τοξικότητα. Η κοινωνία, πικραμένη, απομακρύνεται από την πολιτική. Η αίσθηση της συμμετοχής, της εκπροσώπησης, φθίνει.
Αυτή είναι η μετα-δημοκρατία. Και αρχίζει να γίνεται πιο επικίνδυνη απ’ τη δικτατορία.
Γιατί εδώ δεν υπάρχει αγώνας, υπάρχει κυνισμός. Δεν υπάρχει καταστολή, υπάρχει παραίτηση. Δεν υπάρχει λογοκρισία, υπάρχει εθελούσια σιωπή.
Γιατί οι πολίτες δεν είναι στους δρόμους. Είναι στους καναπέδες. Γιατί ο θυμός έγινε «σχολιασμός στα social». Γιατί η Δημοκρατία αντιμετωπίζει ένα άλλο «απόσπασμα», την αδιαφορία.
Η επέτειος της επιβολής της Χούντας δεν είναι μόνο υπόμνηση του παρελθόντος. Είναι καθρέφτης του παρόντος. Όχι γιατί βιώνουμε στρατιωτικό καθεστώς, αλλά γιατί η διάβρωση της Δημοκρατίας μπορεί να έρθει χωρίς στολές, χωρίς τανκς, χωρίς βία.
Μπορεί να έρθει με τον εκφυλισμό του πολιτικού λόγου, με την απαξίωση της Βουλής, με τον έλεγχο της πληροφόρησης, με τη φίμωση των διαφωνούντων.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η επέτειος της 21ης Απριλίου μας υπενθυμίζει ότι η Δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη. Είναι ευάλωτη. Και ότι το πιο ύπουλο πραξικόπημα δεν γίνεται από τους στρατηγούς. Γίνεται από την αδιαφορία.
Αν η 21η Απριλίου είχε ένα μήνυμα για το σήμερα, δεν θα ήταν μόνο «ποτέ ξανά». Θα ήταν:
«Πάντα να προσέχεις πώς πεθαίνει η Δημοκρατία. Γιατί πεθαίνει σιγά, και μοιάζει ζωντανή μέχρι την τελευταία στιγμή.»
Αν κάτι μάθαμε από την 21η Απριλίου, είναι ότι η Δημοκρατία δεν είναι δεδομένη.
Δεν φυλάσσεται στα αρχεία της Βουλής. Ούτε στα δελτία των 8. Φυλάσσεται στον δημόσιο διάλογο. Στην ανυπακοή όταν χρειάζεται. Στην επιμονή να ρωτάμε, να αμφισβητούμε, να διεκδικούμε.
Αν δεν θυμόμαστε γιατί φοβηθήκαμε τη Χούντα, τουλάχιστον ας καταλάβουμε γιατί φοβόμαστε την απώλεια της Δημοκρατίας.
Όχι αύριο. Σήμερα.