Μείωση μέχρι και 4,7% στο μέσο ποσοστό αυτοκτονιών μπορεί να πετύχει η έγκαιρη διάγνωση της διπολικής διαταραχής ιδίως στα αγόρια – εφήβους.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει Σουηδική μελέτη από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα και τα τμήματα Νευροεπιστημών – Ψυχολογίας, τα πανεπιστήμια της Ουπσάλα, Ουμέα και Λούντ και τις ψυχιατρικές υπηρεσίες των περιφερειών Χάλαντ και Στοκχόλμης.
Η μελέτη που δημιοσιεύθηκε στο JAMA, διερεύνησε τη σύνδεση της έγκαιρης διάγνωσης της διπολικής διαταραχής με την πρόληψη των αυτοκτονιών, καθώς η συγκεκριμένη διαταραχή εμπλέκεται με το 4,9% των αυτοκτονιών σε νεαρούς ενήλικες, ανεξάρτητα από τις ετήσιες διαγνώσεις κατάθλιψης και σχιζοφρένειας, την χορήγηση λιθίου και τα λοιπά ποσοστά που συνδέονται με την ψυχιατρική περίθαλψη.
Η διερεύνηση αφορούσε τη σχέση της ετήσιας θνησιμότητας από αυτοκτονία στους εφήβους ανά περιφέρεια και τα ποσοστά διαγνώσεων διπολικής διαταραχής (παλαιότερα γνωστή ως μανιοκατάθλιψη) σε Σουηδούς εφήβους 15-19 ετών από τον Ιανουάριο του 2008 μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του 2021.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η διπολική διαταραχή ήταν τρεις φορές πιο συχνή στα κορίτσια – εφήβους έναντι των αγοριών (149 κορίτσια έναντι 55,3 αγοριών ανά 100.000 κατοίκους).
Όμως τα ποσοστά των αγοριών με διπολική διαταραχή συνδέθηκαν αρνητικά με την εφηβική θνησιμότητα λόγω αυτοκτονίας, ανεξάρτητα από τη χρήση λιθίου και άλλων ποσοστών που συνδέονται με την ψυχιατρική περίθαλψη.
Η διπολική διαταρχή
Η διπολική διαταραχή είναι μια χρόνια σοβαρή ψυχική ασθένεια που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια ανεβασμένης διάθεσης και κατάθλιψης με κορύφωση της έναρξης στην ηλικία 12 – 25 ετών.
Συνήθως παρατηρούνται μεγάλες καθυστερήσεις από την έναρξη της νόσου μέχρι τη διάγνωση και την έναρξη της θεραπείας.
Χαρακτηριστικά, πρόσφατη μετα-ανάλυση διαπίστωσε πως από την έναρξη της διερεύνησης συνήθως περνούν 3,5 χρόνια, ενώ για τη διάγνωση και την έναρξη φαρμακοθεραπείας σταθεροποίησης της διάθεσης περνούν 6,7 και 5,9 χρόνια, αντίστοιχα.
Παράγοντες που επηρεάζουν τις καθυστερήσεις ήταν το φύλο, το πλαίσιο θεραπείας, οι πτυχές της εμφάνισης της νόσου και η γεωγραφική θέση, με μικρότερες καθυστερήσεις στη διάγνωση στην Ευρώπη και τη Σκανδιναβία έναντι της Βόρειας Αμερικής.
Η διάγνωση της διπολικής διαταραχής σε παιδιατρικούς πληθυσμούς είναι ένα ιδιαίτερα αντικρουόμενο θέμα, κυρίως ως προς τον πιθανό ρόλο της ευερεθιστότητας, με αποτέλεσμα να επικρατούν διαφορετικές αντιλήψεις για τον επιπολασμό και τη θεραπεία.
Η Εθνική Έρευνα Συννοσηρότητας στις ΗΠΑ έχει υπολογίσει ότι η διπολική διαταραχή επηρεάζει το 2,8% των ενηλίκων και το 2,9% των εφήβων στις ΗΠΑ, με υψηλότερο επιπολασμό μεταξύ των εφήβων κοριτσιών (3,3%) έναντι των εφήβων αγοριών (2,6%), αλλά σε μεγάλο βαθμό ίσα ποσοστά επιπολασμού μεταξύ των φύλων σε ενήλικες.
Άλλη μελέτη ανέφερε σταθμισμένο μέσο επιπολασμό της διπολικής διαταραχής στους νέους σε 3,9% με αποτέλεσμα οι διαφορές στα ποσοστά να αποδίδονται σε διαφορετικά διαγνωστικά κριτήρια και στενούς ορισμούς.
Ανασκόπηση βάσης δεδομένων οδήγησε σε συναίνεση στη διάγνωση, σύμφωνα με τα κριτήρια του 5ου Εγχειριδίου Διάγνωσης και Στατιστικής των Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5), ότι η πλειονότητα των ενηλίκων ασθενών με διπολική διαταραχή παρουσίασε συμπτώματα διαταραχής σε ηλικία κάτω των 18 ετών και ότι η πρώιμη έναρξη συσχετίστηκε με περισσότερες υποτροπές, μεγαλύτερα ποσοστά κατάχρησης ουσιών και μεγαλύτερη πιθανότητα απόπειρας αυτοκτονίας και βίας.
Τα δεδομένα αυτά, παραπέμπουν σε ψυχολογικές και φαρμακολογικές θεραπείες σε πρώιμα στάδια της νόσου για καλύτερα αποτελέσματα.
Ωστόσο, οι πρακτικές διάγνωσης της διπολικής διαταραχής στους νέους είναι αμφιλεγόμενες και ζητήματα που σχετίζονται με την έλλειψη ευαισθητοποίησης, τη σύγχυση στη διάγνωση, το στίγμα και άλλους παράγοντες μπορεί να έχουν επηρεάσει αρνητικά τα ποσοστά διάγνωσης.
Αντίστοιχα, οι διεθνείς κλινικές κατευθυντήριες γραμμές αναφέρουν ασυμβίβαστες συστάσεις για τη διάγνωση της διπολικής διαταραχής των νέων.
Για παράδειγμα, οι κατευθυντήριες γραμμές του Εθνικού Ινστιτούτου για την Αριστεία Υγείας και Φροντίδας θέτουν ουσιαστικά αυστηρότερα κριτήρια για τη διάγνωση της διπολικής διαταραχής σε εφήβους έναντι ενηλίκων (π.χ. απαίτηση παρουσίας μανίας), ενώ η Αμερικανική Ακαδημία Ψυχιατρικής Παιδιών και Εφήβων συνιστά την τήρηση των παραδοσιακών κριτηρίων DSM.
Οι αυτοκτονίες
Οι επιδημιολογικές ανασκοπήσεις έχουν δείξει ότι το 44% έως 76% των εφήβων που πεθαίνουν από αυτοκτονία πληρούν τα κριτήρια για μια συναισθηματική διαταραχή.
Η ακριβής συμβολή της διπολικής διαταραχής στους θανάτους εφήβων από αυτοκτονία δεν έχει διευκρινιστεί. Ωστόσο, από Βρετανικό δείγμα μεταξύ 1996 – 2009 και διαπίστωσαν ότι το 4,9% (57 από 1.163) των αυτοκτονιών σε ηλικίες κάτω των 24 ετών είχαν μια αρχική διάγνωση διπολικής διαταραχής.
Η θεραπεία με λίθιο έχει δείξει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, μειώνοντας τις απόπειρες αυτοκτονίας σε νέους με διπολική διαταραχή έναντι άλλων θεραπειών που σταθεροποιούν τη διάθεση.
Ωστόσο, η ακριβής αναλογία απόπειρας αυτοκτονίας προς αυτοκτονικούς θανάτους σε εφήβους με διπολική διαταραχή παραμένει ασαφής και εκτιμάται ότι είναι μεταξύ 50:1 και 100:1 στο γενικό εφηβικό πληθυσμό.
Στις 21 περιφέρειες της Σουηδίας, οι διαγνώσεις διπολικής διαταραχής 15-19 ετών ήταν 100,4 ανά 100.000 πληθυσμού, με τριπλάσια συχνότητα στα κορίτσια έναντι των αγοριών.
Μεταξύ των ετών 2008-2021 τα μέσα εθνικά ποσοστά αυτοκτονιών έφταναν τις 5,3 γυναίκες έναντι 9,1 ανδρών ανά 100.000 πληθυσμού. Αντίστοιχα μεγάλες διαφοροποιήσεις καταγράφηκαν στην εφηβική θνησιμότητα από αυτοκτονίες έναντι του εθνικού μέσου όρου.
Αναλύοντας τα δεδομένα της μελέτης, οι ερευνητές επεσήμαναν ότι παρά την τριπλάσια συχνότητα της διπολικής διαταραχής στα κορίτσια, αυτές παραμένουν συνεπείς με τη θεραπεία λιθίου παρά τις παρενέργειες, σε αντίθεση με τα αγόρια που έδειξαν χαμηλότερη συμμόρφωση στην αγωγή, αν και η συχνότητα των διαγνώσεων διπολικής διαταραχής ήταν ισχυρά συνδεδεμένη με τις αυτοκτονίες αγοριών εφήβων, ανεξάρτητα από τη συνταγογράφηση λιθίου, τα ποσοστά κατάθλιψης και σχιζοφρένειας, τα ποσοστά ψυχιατρικής περίθαλψης και την αναλογία εξωνοσοκομειακών ασθενών και νοσηλευομένων.