
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παλικάρι, ο Μάρκος. Ζούσε σε ένα χωριό του Πάρνωνα. Ήθελε να πάει στη μονή του Αγίου Νικολάου της Σύντζας, που βρισκόταν σε βραχώδη και δύσβατη περιοχή.
Μια μέρα ο Μάρκος πήγε σε έναν γέροντα, γείτονά του, για να του κάμει παρέα. Εκεί που συζητούσαν, τον ρώτησε: «Παππού, τι ξέρεις για τη μονή του Αγίου Νικολάου Σύντζας;» «Μάρκο, είναι από τα παλαιότερα μοναστήρια του τόπου μας. Κτίστηκε γύρω στο 1250. Η εικόνα του Αγίου Νικολάου είναι θαυματουργή. Παρουσιάζει την ‘‘Κοίμηση του Αγίου Νικολάου’’[1]. Το όνομα ‘‘Σύντζα’’, προέρχεται από τη λέξη συκιά. Η συκιά στα τσακώνικα λέγεται ‘‘ά συντζά’’. Η αγριοσυκιά λέγεται ‘‘αγροσυντζά’’ και το σύκο λέγεται ‘‘σούκο’’. Το μοναστήρι λεγόταν κάποτε ‘‘Αγίου Νικολάου της Συκεάς’’ και στα τσακώνικα «τ’ Άγιες Νικόα τα Συντζά».
«Γέροντα, εσύ ξέρεις πολλά». «Όλο και κάτι έχει πάρει το αυτί μου, γιε μου. Ένας καθηγητής μου είχε πει μια αρχαία παράδοση για το σπήλαιο της Σύντζας». «Τι λέει η παράδοση, γέροντα;» «Λέει ότι η Σεμέλη[2] είχε βάλει το γιο της Διόνυσο πάνω σε μια λάρνακα. Τα δελφίνια έφεραν την λάρνακα στην παραλία της Τσακωνιάς[3]. Η βασιλοπούλα της Θήβας Ινώ ανέθρεψε στο σπήλαιο της Σύντζας τον ανιψιό της, τον Διόνυσο, τον θεό του κρασιού, των σύκων και των καρυδιών. Στο έμπα της σπηλιάς αυτής ο Διόνυσος φύτεψε συκιά».
Ο Μάρκος είπε: «Ώστε, έτσι λένε οι αρχαίοι; Και οι παλαιότεροι από σένα τι λέγανε, γέροντα;» «Από παραδόσεις, άλλο τίποτα, γιε μου. Όταν ήμουν παιδί, κάποιοι λέγανε ότι ζούσε στην περιοχή ‘‘Πλατάνες’’ στον κάμπο του Λεωνιδίου ένας δράκος και τρόμαζε τους προσκυνητές που ταξίδευαν από την Ύδρα ή τις Σπέτσες. Κάποιος σκότωσε το θεριό και απελευθέρωσε τον τόπο».
«Γέροντα, τα πιστεύεις αυτά;» «Τις παραδόσεις αν πιστεύω, γιε μου; Άλλοτε ναι, και άλλοτε όχι… Εκείνο που ξέρω είναι ότι το σπήλαιο της Σύντζας το χρησιμοποίησαν οι αγωνιστές σαν καταφύγιο στα χρόνια της τουρκοκρατίας και οι στρατιώτες στη γερμανική κατοχή. Μα κι βοσκοί της περιοχής είχαν το σπήλαιο για χειμαδιό. Κατέφευγαν εκεί στη βαρυχειμωνιά και προστάτευαν τα κοπάδια τους. Πώς να αντέξουν τα ζωντανά τους με χιονιά καιρό!» «Γέροντα, σε ευχαριστώ! Καλά που εσείς οι πιο μεγάλοι, ξέρετε τόσα και μας πλαταίνετε το νου».
«Πότε θα κινήσεις για τη μονή, Μάρκο;» «Αύριο το πρωί, γέροντα. Θέλεις κάτι;» «Να δώσεις τους χαιρετισμούς μου στην ηγούμενη. Είναι απλή και ταπεινή. Τήνε ξέρω από χρόνια και τη σέβομαι. Όλο χαμογελάει». «Για να το λες, έτσι θα είναι, γέροντα».
Έτσι, το άλλο πρωί ο Μάρκος ξεκίνησε για τη μονή του Αγίου Νικολάου με το άλογό του. Μακρύς ήταν ο δρόμος και η φύση γύρω πανέμορφη. Σαν έφτασε πιο χαμηλά από το μοναστήρι, σάστισε. Η μονή ήταν κτισμένη σαν μέσα σε μεγάλα βράχια. Είπε: «Τι ομορφιά είναι αυτή, Παναγιά μου κι Άγιε μου Νικόλα!»
Προχώρησε κι ανέβηκε το δρόμο που οδηγούσε στην πύλη της μονής. Η ηγουμένη, μια ταπεινή γερόντισσα, τον δέχτηκε με αγάπη. Του έδειξε το μοναστήρι και την θαυματουργή εικόνα του Αγίου. Του είπε: «Πολλές σπηλιές, από αυτές που βλέπεις ολόγυρα, χρησιμοποιήθηκαν παλαιότερα σαν σκήτες . Αν και ο Άγιος Νικόλαος γιορτάζει στις 6 Δεκεμβρίου, η μονή γιορτάζει στις 8 Μάη και γίνεται αγρυπνία. Την εικόνα τη μεταφέρουμε, τότε, για δέκα μέρες στο μετόχι της μονής, στον Άγιο Χαράλαμπο ».
Ο Μάρκος ενθουσιάστηκε με όσα είδε κι άκουσε. Του έκανε εντύπωση και η απλότητα της ηγουμένης. Της έδωσε χαιρετισμούς από το γέροντα γείτονά του. Εκείνη χάρηκε, γιατί χαιρόταν με όλα σα μικρό παιδί. Ύστερα, ο Μάρκος πήρε το δρόμο του γυρισμού για το χωριό του. Ξαναπήγε στη μονή την ημέρα της αγρυπνίας. Ένιωσε ανείπωτη γαλήνη. Κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
[1] Η εικόνα είναι του 1767.
[2] Πηγή: διαδίκτυο: leonidio.gr - Σύμφωνα με τον Παυσανία, στις Βρασιές ή Πρασιές (οικισμός της Αρχαίας Κυνουρίας, το σημερινό Λεωνίδιο) εκβράσθηκε μέσα σε λάρνακα η Σεμέλη με το παιδί της και στέφθηκε με τιμές από τους ντόπιους.
[3] Πηγή: διαδίκτυο: leonidio.gr - Μέχρι σήμερα το Λεωνίδιο αναφέρεται ως Διονύσου Κήπος από τους Τσάκωνες.