Συνέντευξη στον Χρ. Πετρούλια
Ένας από τους πιο ταλαντούχους και δημοφιλείς ηθοποιούς της γενιάς του είναι ο Γιώργος Χρυσοστόμου. Η καριέρα του στον χώρο της υποκριτικής, που μετράει ήδη δύο σχεδόν δεκαετίες, χαρακτηρίζεται από σημαντικές επιτυχίες σε παραγωγές θεάτρου, κινηματογράφου και τηλεόρασης, με τον ίδιο να έχει καθιερωθεί δικαίως στη συνείδηση του κοινού, που τον έχει λατρέψει και τον ακολουθεί σε κάθε του εγχείρημα.
Με τον επίσης διακεκριμένο ηθοποιό και φέτος συμπρωταγωνιστή του, Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, πλαισιωμένοι από μια εκλεκτή ομάδα ηθοποιών, ταξιδεύουν την ερχόμενη Δευτέρα 19 Αυγούστου στη Σπάρτη, για μια θρυλική παράσταση. Θα ανεβάσουν στο Σαϊνοπούλειο Αμφιθέατρο (9:30΄μμ), την πασίγνωστη κωμωδία «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, που ήδη έχει λάβει διθυραμβικά σχόλια από κοινό και κριτικούς.
Στο περιθώριο της περιοδείας της παράστασης ανά τη χώρα, που γνωρίζει μεγάλη απήχηση, ο Γιώργος Χρυσοστόμου παραχώρησε συνέντευξη στον «ΛΤ», αναλύοντας το περιεχόμενο και το ύφος του αριστοφανικού έργου, όπως ξεδιπλώνεται υπό τη σκηνοθετική «ματιά» του Άρη Μπινιάρη, σε μετάφραση Τάσου Ρούσσου και δραματουργική επεξεργασία – διασκευή των Έλενας Τριανταφυλλοπούλου και Άρη Μπινιάρη. Ο ίδιος καταθέτει ακόμα τη γνώμη του για τους συνεργάτες του, αλλά και για τα συναισθήματα που του προκαλούν το, «οικείο» σε εκείνον, Σαϊνοπούλειο και το σπαρτιατικό κοινό.
«Δεν βάλαμε στο έργο επικαιροποίηση,
δεν περνούν πλέον τα αστεία του παρελθόντος»
«Το έργο είναι μια παράσταση, όπου ο σκηνοθέτης και η δραματολόγος ψαλίδισαν τις βωμολοχίες και τα αστεία που δεν περνάνε πλέον, και το μπόλιασαν με πολύ ωραία ποιητικά στοιχεία και αρκετό χιούμορ που ανακαλύψαμε και στην πρόβα», εξιστορεί αρχικά ο Γ. Χρυσοστόμου. Χαρακτηρίζει την παράσταση, «γλυκιά στο τέλος, καθώς περνάει από γλυκύτητα, μελαγχολία, αστείο κι επιστρέφει. Μιλάει για το μαζί και το να είμαστε ενωμένοι. Ο Πεισθέτερος (Οδ. Παπασπηλιόπουλος) και ο Ευελπίδης (Γ. Χρυσοστόμου), που είναι το βασικό ντουέτο, είναι δύο φίλοι που αλλάζουν τον τόπο στον οποίο μένουν, καθώς δεν αντέχουν άλλο την ανθρωπότητα και ψάχνουν κάτι που να τους γεμίζει περισσότερο, να μην έχει τόση διαφθορά. Και κατασκευάζουν λοιπόν αυτή την πόλη με τα πουλιά». Όπως παρατηρεί, «η παράσταση έχει πολύ ωραία κοστούμια και μουσική, όμορφα συναισθήματα». Στέκεται ξανά στο στοιχείο πως «τα αστεία του παρελθόντος δεν περνάνε πλέον. Ο Αριστοφάνης αναφερόταν και σε ανθρώπους της εποχής του, σαν να λέγαμε σήμερα κάτι για τον πρωθυπουργό, το οποίο δεν περνάει τώρα. Αλλά κι εμείς δεν κάναμε το αντίστοιχο, δεν βάλαμε στο έργο επικαιροποίηση, στοιχεία τού τώρα».
Όσο για το εάν ασπάζεται την άποψη ότι ο Αριστοφάνης είναι ένας πολιτικός συγγραφέας, απαντά: «Η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι ο λόγος κάθε συγγραφέα είναι πολιτικός. Είναι και του Αριστοφάνη. Τότε που γράφονταν αυτά τα έργα, η συνθήκη ήταν τελείως διαφορετική συγκριτικά με τώρα. Ήταν πριν ή μετά ή κατά τη διάρκεια των πολέμων, οπότε τα σχόλια αναγκαστικά ήταν πολιτικά. Δεν υπήρχαν τηλεόραση, εφημερίδες. Ο τρόπος για να ενημερώνονται οι θεατές για καταστάσεις και πολιτικές απόψεις, ήταν το θέατρο. Ούτως ή άλλως ήταν πολιτική η θέση και η πράξη ενός συγγραφέα και του Αριστοφάνη ακόμα πιο πολύ». Παρ’ όλα αυτά, όπως τονίζει, «κι εγώ να γράψω ένα έργο, που δεν είμαι συγγραφέας, μπορεί να μην ασχολείται με κάτι που έχει σχέση με την πολιτική ή την επικαιρότητα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο θα γράψει κάποιος κι επειδή αφορά σε ανθρώπους και τη ζωή τους σε μια κοινωνία, αναγκαστικά είναι πολιτικό».
«Ουτοπική μια κοινωνία
χωρίς κορεσμό, παρακμή, διαφθορά»
Οι «Όρνιθες» ως φορείς μιας νέας πραγματικότητας, μια νέα κοινωνία μακριά από κορεσμό, παρακμή, διαφθορά. Είναι ουτοπική μια τέτοια προοπτική στις μέρες μας; Ο Γ. Χρυσοστόμου εκτιμά: «Νομίζω είναι, ναι. Δεν μπορεί να υπάρξει -μπορεί να το ευχόμαστε, αλλά δεν νομίζω να το καταφέρουμε ποτέ- μια παγκόσμια ειρήνη. Δεν μπορώ να φανταστώ μία κοινωνία, που είναι όλοι αγαπημένοι κι ελεύθεροι και δεν υπάρχει έγκλημα ή κορεσμός ή διαφθορά. Αυτά είναι κομμάτια που τα έχει ο καθένας μέσα του και, ανάλογα με την περίσταση, βγαίνουν προς τα έξω. Ανάλογα με τα πράγματα και τις εποχές». Για παράδειγμα, όπως αναφέρει, «εμείς μπορεί να είμαστε φίλοι και αν γίνει ένας πόλεμος, μπορεί να έμπαινα σπίτι σου να σου κλέψω κάτι για να φάω. Μπορεί να κάνω κάτι άλλο, πάνω σε έναν φόβο ή ανάγκη μου». Προσθέτει: «Εγώ, που δεν είμαι έτοιμος και ικανός για κάτι τέτοιο, εάν γίνω αρχηγός κράτους, το πιο πιθανό είναι να κάνω τρομερά λάθη. Μπορεί να μην έχω την τάση να αγαπώ τη διαφθορά, αλλά η ζωή τ’ αποφέρει. Οπότε, νομίζω, δεν υπάρχει κάποια πόλη στον πλανήτη όπου είναι όλα ειρηνικά. Πρέπει να είναι τρομερά ακραίοι οι κανόνες, κάτι το οποίο δεν είναι ωραίο», υπογραμμίζει και συνεχίζει: «Το καλό και το κακό είναι μαζί, είναι νύχτα-μέρα, ήλιος-φεγγάρι. Θεωρώ ότι είναι τελείως ουτοπικό…»
Σχετικά με τον χαρακτήρα του Ευελπίδη τον οποίο υποδύεται, ο Γ. Χρυσοστόμου περιγράφει: «Από γραφής, ο Ευελπίδης είχε τον ρόλο του υπηρέτη. Στα έργα του Αριστοφάνη υπάρχει πάντα ένας πρωταγωνιστής κι ένας ακόμα, που είναι υπηρέτης ή φίλος, είναι πάντα ένας που είναι δίπλα. Σε τραγωδίες είναι δίπλα, αλλά αμίλητος. Στις “Όρνιθες”, επέλεξε η σκηνοθεσία να κρατήσει τον Ευελπίδη σε όλο το έργο, ενώ κανονικά από γραφής αυτός χωρίς κανένα λόγο, εξαφανίζεται. Αυτό συμβαίνει γιατί τότε έπαιζαν 3 άτομα όλους τους ρόλους κι αυτός που έπαιζε τον Ευελπίδη, έπρεπε να βγει έξω για να παίξει άλλο ρόλο. Εμείς αποφασίσαμε να διατηρηθεί ο ρόλος μέχρι το τέλος και να φτιάξουμε ένα ντουέτο, που να υμνεί την αγάπη και τη φιλία». Ο ηθοποιός εξηγεί πως «ο Πεισθέτερος είναι αυτός που πείθει και ο Ευελπίδης, όπως το λέει και το όνομά του, είναι αυτός που σκέφτεται θετικά. Ο Ευελπίδης είναι το στήριγμα του Πεισθέτερου και το αντίστροφο…».
«Ταιριάξαμε πάρα πολύ καλά
με τον Οδ. Παπασπηλιόπουλο»
Στην κουβέντα που συνεχίζεται, ο Γ. Χρυσοστόμου πλέκει το εγκώμιο του συμπρωταγωνιστή του, Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου: «Για μένα είναι πολύ μεγάλη τιμή να παίζω δίπλα στον Οδυσσέα, με τον οποίο έχουμε φτιάξει πολύ ωραία, ένα δίδυμο φιλίας και αγάπης», υπογραμμίζει και προσθέτει: «Στη δουλειά μας, επειδή αλλάζουμε παρτενέρ κάθε τόσο, έχουμε άγχος για το εάν θα ταιριάξουμε ή όχι. Στην περίπτωσή μας “δέσαμε” πάρα πολύ καλά. Κι επειδή γνωριζόμασταν και από πριν, σε άλλες συνθήκες, τώρα είχαμε ήδη συνεννοηθεί για κάποια πράγματα και αυτό με βρίσκει πολύ ήρεμο πάνω στη σκηνή…».
Ο ηθοποιός καταθέτει την εμπειρία του και για τη συνεργασία με τον σκηνοθέτη Άρη Μπινιάρη, με τον οποίο έχουν ήδη δώσει κοινά δείγμα γραφής: «Με τον Άρη είναι η δεύτερη συνεργασία μας σερί. Κάναμε μια μεγάλη επιτυχία στην Αθήνα, για δύο χρόνια sold out, την “Άνοδο του Αρτούρο Ούι” τού Μπρεχτ. Επίσης, ταιριάζουμε πολύ στον τρόπο δουλειάς και είπαμε να συνεχίσουμε και το καλοκαίρι, αλλά και τον χειμώνα σε επανάληψη της περσινής παράστασης. Οπότε, είναι μια συνεργασία που αξίζει να της δώσουμε λίγο χρόνο…».
Ύμνοι για το Σαϊνοπούλειο
και το σπαρτιατικό κοινό
«Έχω παίξει πάρα πολλές φορές στο Σαϊνοπούλειο Αμφιθέατρο. Είναι ένα πολύ όμορφο θέατρο και χώρος, πολύ ωραία φωτισμένος», απαντά ευθαρσώς ο Γ. Χρυσοστόμου, όταν τού ζητούμε να κάνει ένα σχόλιο για τον εμβληματικό χώρο Τέχνης και Πολιτισμού. Και συνεχίζει: «Ξέρετε, εμείς, έχουμε την τύχη να ταξιδεύουμε σε πολλές πόλεις και να βλέπουμε πώς κάθε περιοχή αντιμετωπίζει το θέατρο και τους ηθοποιούς. Γιατί, αρκετός κόσμος δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία. Στη Σπάρτη είναι πάρα πολύ όμορφα όλα. Έρχομαι από 21 ετών στο Σαϊνοπούλειο, δηλαδή σχεδόν κάθε καλοκαίρι που κάνω περιοδεία, παίζω εκεί. Έχω πολύ καλή σχέση με τον χώρο και τον κόσμο».
Ο ηθοποιός εκμυστηρεύθηκε στον «ΛΤ» και τα σχέδια του ενόψει της χειμερινής σεζόν: «Εκτός από την επανάληψη του “Αρτούρο Ούι” του Μπρεχτ, περιμένω και κάποιες απαντήσεις από την τηλεόραση, αν μπορούν να συνδυαστούν. Δεν κάνω πλάνα για δύο χρόνια μετά, γιατί… γελάει το σύμπαν…», καταλήγει σε αυτή την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συζήτηση.
Ο Γ. Χρυσοστόμου δίνει ραντεβού με το κοινό της Λακωνίας, τη Δευτέρα 19 Αυγούστου και ώρα 9:30΄ μμ στο Σαϊνοπούλειο Αμφιθέατρο, για τις «Όρνιθες». Η σύνδεση τού γίγνεσθαι με το «βασίλειο των πτηνών», κυριεύοντας τη σκηνή του αμφιθεάτρου, αναμένεται να ιντριγκάρει και να μαγνητίσει, να διεγείρει συναισθήματα και να προβληματίσει. Για το πόσο κοντά ή μακριά μας είναι η χαρά, η αγάπη, η επανασύνδεση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, η κοσμική δικαιοσύνη, εν τέλει μια καινούργια αρχή…